- τρισεξάγιστος
- τρισεξάγιστοςthrice-accursedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρισεξάγιστος — ον, Μ τρισκατάρατος («οὗτος ὁ τρισεξάγνιστος ἐξήγαγε τοῡ βίου τὸν Στέφανον», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἐξάγιστος «αχρείος, καταραμένος»] … Dictionary of Greek